-
1 κλαῦμα
A weeping, wailing, A.Pers. 705 (troch.), X.Cyr.2.2.14, etc.;κλαυμάτων πηγαί A.Ag. 887
;κλαυμάτων ἄξια And.4.39
. -
2 κατασβέννυμι
A- σβῶσαι Herod.5.39
:—put out, quench,κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381
, cf. 16.293 (tm.), E. Or. 697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag. 958, cf. Th. 584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj. 1149, OC 422; D.;τὰς ἡδονάς Pl. Lg. 838b
;τὴν δυσχέρειαν Id.Prt. 334c
;τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55
;Χολήν Herod.
l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1.II [voice] Pass., [tense] fut. - σβήσομαι (v. infr.), with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι ([tense] aor. 2) Hdt.4.5;κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87
; ὁ κάνθαρος (i. e. the Sun)- σβήσεται PMag.Lend.V.2.18
: metaph.,κλαυμάτων πηγαὶ.. κατεσβήκασι A.Ag. 888
; of tumours,κατέσβη Hp.Epid.1.1
; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R. 411c;κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f
; of the wind, Id.Tim.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασβέννυμι
-
3 ἐπίσσυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσσυτος
-
4 πηγή
A running water, used by Hom. always in pl., streams,πηγαὶ ποταμῶν Il.20.9
, cf. Hdt.1.189, A.Pr.89, 434(lyr.), Pers. 311, E.HF 1297, Rh. 827 (lyr.);κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι Il.22.147
: sg., καλλιρρόου ἔψαυσα π. A.Pers. 202, cf. 613.2 metaph., of tears, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, streams.., Id.Ag. 888, S.Ant. 803, Tr. 852 (lyr.): abs., (lyr.), cf. E.Alc. 1068, etc. ; also πηγαὶ γάλακτος, βοτρύων, S.El. 895, E.Cyc. 496 (lyr.); πόντου πηγαῖς with sea- water, Id.IT 1039 ; πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ, of mother's milk, Pl.Mx. 237e;π. μαστῶν Inscr.Cos 218.8
.II fount, source,τοῦ Νείλου Hdt.2.28
, 4.53 (pl.), OGI168.9 (Syene, ii B. C.), Str.17.1.52 (pl.); πηγαὶ ἡλίου the fount of light, i. e. the South, A.Pr. 809 ; πηγαὶ νυκτός the North, S.Fr. 956 ;παγὰ ἐπέων Pi.P.4.299
; πυρὸς παγαί ib.1.22, cf. A.Pr. 110, Pl.Ti. 79d ; πηγὴ ἀργύρου, of the silver-mines at Laureion, A.Pers. 238 ; τῆς ἀκουούσης π. δι' ὤτων, i.e. the sense of hearing, S.OT 1387 ; ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ π. Arist.PA 668a15, cf. Plu.2.856e.2 metaph., source, origin, mostly in sg., κακῶν π. A.Pers. 743 ; αἱ τέχναι, ἃς πηγάςφασι τῶν καλῶν εἶναι X.Cyr.7.2.13
;π. καὶ ἀρχὴ κινήσεως Pl.Phdr. 245c
; π. ἡδονῶν, τοῦ φρονεῖν, νοσημάτων, etc., Id.Phlb. 62d, Lg. 808d, Ti. 85b, etc. ;ἀρχαὶ καὶ π. τῶν στάσεων Arist.Pol. 1301b5
, cf. Pl.Lg. 690d ;π. τῆς κακοπραγμοσύνης Plb.18.40.3
; βέβηκα π. εἰς ἐμάς I have returned to the source of my existence, Epigr.Gr. 463 ([place name] Crommyon), cf. Dam.Pr. 95,al.
См. также в других словарях:
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
επίσσυτος — ἐπίσσυτος, ον (Α) [επισεύομαι] 1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.) 2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek